- πενθητήρ
- πενθ-ητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ,A mourner, A.Pers.946(lyr.), Th.1067(anap.) :—fem. [suff] πενθ-ήτριᾰ, she who mourns for,
κακῶν E.Hipp.805
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακῶν E.Hipp.805
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθητήρ — ῆρος, ο, θηλ. πενθήτρια, Α αυτός που πενθεί για κάτι («πάρειμι τῶν σων κακῶν πενθήτρια», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα τήρ / τρια (πρβλ. θρηνη τήρ)] … Dictionary of Greek
πενθητῆρος — πενθητήρ mourner masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητήρων — πενθητήρ mourner masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθήτρια — πενθητήρ mourner fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητρίας — πενθητρίᾱς , πενθητήρ mourner fem acc pl πενθητρίᾱς , πενθητήρ mourner fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθήτρια — ἡ, Α βλ. πενθητήρ … Dictionary of Greek
πενθήτωρ — ορος, ὁ, Μ πενθητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
πενθητήριος — ία, ον, ΜΑ [πενθητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek